- καρβένιο
- τοχημ. συν. στον πληθ. τα καρβένιασυνοπτική ονομασία εξαιρετικά δραστικών χημικών οργανικών ενώσεων που περιέχουν στα μόριά τους δισθενή άτομα άνθρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carbene < carb- (πρβλ. λατ. carbo «άνθραξ» + κατάλ. -ene που χρησιμοποιείται στη χημική ορολογία].
Dictionary of Greek. 2013.